Navigate / search

Θαμμένοι σε Λέξεις 40 Συγγραφείς Ανοίγουν σε Κοινή Θέα το Εργαστήρι της Γραφής τους

επιμ. Μισέλ Φάις, ΝΙΚΗ ΜΑΡΑΓΚΟΥ Ελευθεροτυπία Βιβλιοθήκη – 5.12.2008

Από παιδί είχα μια εμμονή με τις λέξεις. Στην «έκθεση ιδεών» στο σχολείο μπορεί να εύρισκα αδιάφορο το θέμα, να δυσανασχετούσα στην αρχή, όταν όμως έμπαινα στη ροή της γραφής, ένας ποταμός με παρέσυρε και ακολουθούσα σχεδόν στα τυφλά. Μια αίσθηση ηδονική που έψαχνα να ξαναβρώ μεγαλώνοντας.

Ο πατέρας μου ήταν από την Αμμόχωστο και η μάνα μου από την Κοζάνη. Αυτό με βοήθησε να διατηρήσω μια πλατειά εικόνα του ελληνικού ορίζοντα μεγαλώνοντας στο ανατολικότερο του σημείο. Αισθάνομαι επίσης ότι ανήκω σε μια τυχερή γενιά που βίωσε ακραίες καταστάσεις. Από τη γιαγιά μου στον αργαλειό, τους γύφτους με αρκούδες να χορεύουν στη Μακεδονία στους σημερινούς υπολογιστές. Είχα μια αγάπη για την ιστορία, για τα παλιά κτήρια, θυμάμαι ακόμα και το 1963 που είχαν μπει οδοφράγματα στη Λευκωσία επέμενα να πηγαίνω στον Τουρκικό τομέα με το ποδήλατο μου, γύριζα τις γειτονιές, διάβαζα ταφόπετρες, συλλάβιζα τον κόσμο γύρω μου. Είχα την τύχη να μεγαλώσω σε ένα σπίτι με βιβλία, παλιά βιβλία. Να ακούω παλιές ιστορίες. Να διαβάζω. Έβλεπα τον Πενταδάκτυλο, το βουνό, από τη στέγη της Αγίας Σοφίας. Είμαι περίεργος άνθρωπος, κι αυτό μου έδωσε την πρώτη ύλη για τη γραφή. Τα καλοκαίρια περπατούσα τις νύχτες που ο κόσμος καθόταν έξω και ήταν τα σπίτια ανοικτά και κοίταζα τα εσωτερικά των σπιτιών. Κατέγραφα συνομιλίες, ματιές. Μαθαίνοντας αγιογραφία, γύρισα σχεδόν όλες τις εκκλησίες της Κύπρου, έμαθα πολλά.

Ταξίδεψα στη Μέση Ανατολή κυρίως, στην Τουρκία, στην Αίγυπτο και αυτά τα ταξίδια με έθρεψαν, μου έδωσαν εικόνες, ιστορίες. Στην Προύσα ένοιωσα δέος βλέποντας τα πρώτα τζαμιά των Οθωμανών, στο Κάιρο περπάτησα στα νεκροταφεία. Έμαθα να ακούω. Ότι έχεις μαζέψει και αποθηκεύσει ξαναβγαίνει στο χαρτί. Και μια ζωή μάζευα εικόνες, λέξεις, πετραδάκια από το χωράφι που διέσχιζα κάθε πρωί για να πάω στο σχολείο. Και είναι η ανασύνθεση αυτών των εικόνων μια μαγική υπόθεση, μια μεγάλη χαρά, η μέγιστη, που γίνεται δεν ξέρω πως, όπως όταν ανακατεύεις χρώματα στην παλέτα και βγαίνει ξαφνικά ένα σχέδιο. Η θεματική μου αναγκαστικά ακολούθησε αυτά που μου συνέβαιναν. Η Κύπρος, η Μέση Ανατολή, η Ελλάδα αλλά και ο κόσμος όλος, έτσι όπως έχει ανοίξει πια για τη γενιά μας είναι γεμάτος ερεθίσματα για όποιον έχει μάτια ανοικτά για να τα δει. Η σημερινή Κύπρος της τσιμεντένιας πολυκατοικίας δεν μου προκαλεί κανένα ερέθισμα. Με ενδιαφέρουν όμως οι άνθρωποι και αυτό που τους συμβαίνει. Ίσως για αυτό πηγαίνω πίσω σε άλλες εποχές, τις συνδυάζω με το σήμερα για να καταλάβω. Γράφω τώρα ένα μυθιστόρημα για την Αθήνα του 19ου αιώνα, αλλά παράλληλα και για την Κύπρο του 1945 και για το σήμερα. Πέρασα τρία υπέροχα χρόνια στις βιβλιοθήκες διαβάζοντας για την εποχή, ξαναδιάβασα όλη την Ελληνική επανάσταση και να μην το τελειώσω ποτέ, ήταν τόσο σπουδαία και πλούσια αυτή η εμπειρία, μου άφησε πολλά. Καμιά φορά χρειάζομαι να διαβάσω τόμους για να γράψω μια σελίδα. Άλλοτε βγαίνει το κείμενο, λες και κάποιος μου το υπαγορεύει, χωρίς να έχει προηγηθεί τίποτα. Σχηματίζεται ας πούμε στο μυαλό μου ενώ πλένω τα πιάτα. Και ξεκινώ να γράφω όπως βουτάς στη θάλασσα, χωρίς να ξέρω καθόλου που θα με βγάλει το κύμα, χωρίς να ξέρω ποια θα είναι η πλοκή, ποιός θα είναι ο τίτλος, και κάθε μέρα έρχονται καινούργια πράγματα και με βρίσκουν, όπως μια νοικοκυρά που μαγειρεύει ένα φαγητό και βάζει το τάδε καρύκευμα και το τάδε
μυριστικό, έτσι κι εγώ βάζω τις διάφορες ιστορίες, για να συνθέσω το κείμενο. Και το περίεργο είναι ότι εκεί που φρακάρω και το μυθιστόρημα δεν προχωρεί, κάποιος έρχεται, μου λέει μια κουβέντα, ή διαβάζω κάτι και είναι το κλειδί που έψαχνα για να συνεχίσω. Είναι σαν να γίνεται ένα θαύμα. Στην ουσία όμως γράφω αυτά που συμβαίνουν σε έμενα.

Ταξιδεύω συχνά για να δω μια περιοχή που θα περιγράψω, για να αισθανθώ τους ρυθμούς της. Έτσι μπόρεσα να γράψω για την Βιέννη και την Αλεξάνδρεια στο βιβλίο «Γιατρός από τη Βιέννη» που κυκλοφόρησε από το Ροδακιό. Στο μυθιστόρημα που γράφω τώρα οι ήρωες κινούνται ανάμεσα στην Αθήνα, Αίγινα, Σαλαμίνα, Κέρκυρα, Κωνσταντινούπολη, Μεσολόγγι, Αγία Πετρούπολη του 19ου αιώνα. Υπάρχουν και δύο παράλληλες ιστορίες που εξελίσσονται στην Αμμόχωστο του 1945 και
στο σήμερα.

Γράφω στον υπολογιστή στο γραφείο μου βλέποντας τους φοίνικες στον κήπο, μου αρέσει να σταματώ το γράψιμο για να ποτίσω τον κήπο ή να βάλω το φαγητό στο φούρνο, δεν θα ήθελα να ασχολούμαι μόνο με τη γραφή. Η γραφή είναι όμως το κεντρικό σημείο στη ζωή μου. Γι αυτό άνοιξα βιβλιοπωλείο στη Λευκωσία από το 1980 για να έχω όλα τα βιβλία που θέλω, γι αυτό ξαναπήγα πίσω στο πανεπιστήμιο ψάχνοντας λέξεις για τα νέα παιγνίδια μου.

Leave a comment

name*

email* (not published)

website

17 − four =