Navigate / search

Δ΄ Διεθνές Κυπρολογικό Συνέδριο (Λευκωσία, 29/4-3/5 2008) Διαμάντη Αναγνωστοπούλου

Δ΄ Διεθνές Κυπρολογικό Συνέδριο (Λευκωσία, 29/4-3/5 2008)
Διαμάντη Αναγνωστοπούλου
Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Πανεπιστημίου Αιγαίου

Γυναικείες φωνές στη σύγχρονη κυπριακή πεζογραφία:
θέματα, πρόσωπα και μορφές

Είναι γνωστό ότι η σύγχρονη κυπριακή πεζογραφική-και όχι μόνο-παραγωγή σφραγίζεται από τα πολιτικά και εθνικά δρώμενα του νησιού, από τη διαπόρευση της ιστορίας και του βιώματος των ιστορικών γεγονότων, από την επώδυνη εμπειρία του εξόριστου. Η αγκύρωση αυτή λειτουργεί σε πολλές περιπτώσεις ασφυκτικά και «καθηλωτικά» για το φαντασιακό και τη μυθοπλασία . Θα επιχειρήσουμε λοιπόν να φωτίσουμε τους αφηγηματικούς τρόπους, τα θέματα και τα αφηγηματικά πρόσωπα στο έργο δύο σύγχρονων γυναικών πεζογράφων που ανήκουν στη λεγόμενη «γενιά του 1974», της Νίκης Μαραγκού και της Ευτέρπης Αραούζου, που αποκλίνουν, για διαφορετικούς λόγους η κάθε μία, από την καθήλωση αυτή. Θα ιχνηλατήσουμε τους τρόπους με τους οποίους οι δύο αυτές συγγραφείς, άλλοτε μέσα από το εξωλογικό και το φανταστικό και άλλοτε μέσα από το συνειρμικό, το αυτο-βιογραφικό και το πραγματικό στοιχείο, αποτυπώνουν τις διαπροσωπικές σχέσεις, την εμπειρία του εσωτερικού και του εξωτερικού κόσμου, την καθημερινότητα και την ιστορία, τη σχέση του ανθρώπου με τη ζωή και το θάνατο αλλά και σχολιάζουν τη σχέση τους με τη γραφή.
Στα αφηγηματικά της κείμενα η Μαραγκού άλλοτε αφηγείται «μικρές ιστορίες» και άλλοτε μια μεγάλη ιστορία που εμπεριέχει πολλές «μικρές ιστορίες». Η διήγηση μας οδηγεί από το μικρό-κοσμο στον μακρό-κοσμο, στο μέρος περιέχεται το όλο σαν μέσα σ’ ένα ολόγραμμα. Τα δύο μυθιστορήματά της, Είναι ο πάνθηρας ζωντανός; (1998, Καστανιώτης) και Γιατρός από τη Βιέννη (2003, Ροδακιό) υπακούουν στα πέντε στάδια της πλοκής του μυθιστορήματος, δηλαδή αρχική κατάσταση, εμπλοκή, δράση, λύση, τελική κατάσταση. Αυτός ο τύπος δομής δημιουργεί στον αναγνώστη ένα πλαίσιο αναμονής για την εξέλιξη της εσωτερικής και εξωτερικής ζωής του ήρωα ή της ηρωίδας. Εδώ το μυθιστορηματικό πρόσωπο κυριαρχεί: έχει μια ιστορία, ένα επάγγελμα, ένα πάθος, πίστη στον εαυτό του ή είναι κλεισμένο στον κύκλο των αναμνήσεων που έχει χαράξει το σχέδιο της συγγραφέως. Ο αφηγητής εγγράφει το πρόσωπο μέσα στην Ιστορία αλλά και το ίδιο το πρόσωπο γράφει την ιστορία του. Η συγγραφέας εισάγει μια μυθοπλαστική συνείδηση ανάμεσα στον κόσμο και το εγώ της, τη συνείδηση του αφηγητή, που μυθοποιεί όντα τα οποία συχνάζει, ανακαλεί ή στήνει σκηνικά, τα οποία ωστόσο τα δανείζεται από μια συγκεκριμένη ιστορική πραγματικότητα και μια πραγματική γεωγραφία. Ο αφηγητής διαγράφει αφηγηματικά την ιστορία του προσώπου στο χρόνο και στο χώρο, αποδίδοντας ταυτόχρονα την ιστορία του, δηλαδή τις επιθυμίες, τα αισθήματα, τις ιδέες, τις αμφιβολίες, τις αμφιθυμίες, τις φιλοδοξίες, τα όνειρα και την αγωνία του αλλά και το χρονικό μιας ιστορικής εποχής, της εποχής που ζει ή έζησε το πρόσωπο.
Στα διηγήματά της σε δύο συλλογές, Μια στρώση άμμου (1990, Καστανιώτης) και Ο δαίμων της πορνείας (2007, Μελάνι), όλα, εκτός από ένα, σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση, αποκαλύπτονται μικρά «ενσταντανέ ζωής» για τη μοίρα και τη ζωή των γυναικών , για τη σχέση Τουρκοκύπριων και Ελληνοκύπριων μέσα από την τέχνη , για την αλλαγή των πόλεων μέσα από το παλίμψηστο της μνήμης , για τις οικογενειακές και τις ερωτικές σχέσεις . Μέσα από τα ενσταντανέ αυτά παρεισφρέει η σύγχρονη ιστορία της Κύπρου, οι αγνοούμενοι, η πορεία των γυναικών στα κατεχόμενα, το μνημόσυνο του Παντελή Μηχανικού, η νοσταλγία των τόπων που χάθηκαν, η απώλεια των βιβλίων κάτω «από μια στρώση άμμου», στις βιβλιοθήκες των σπιτιών της Αμμοχώστου μετά την τουρκική εισβολή. Στα διηγήματα αυτά το ενδιαφέρον εντοπίζεται στην εσωτερική εστίαση που κυριαρχεί, η οποία εγείρει ερωτήματα και οδηγεί τον αναγνώστη στα ίδια αινίγματα που απασχολούν την αφηγήτρια-ηρωίδα. Η εσωτερική εστίαση θρυμματίζει και ανασυνθέτει συνεχώς την ταυτότητα ενός εγώ (α’ ενικού) που ζει στα όρια και στις δυσκολίες μιας πραγματικής κατάστασης, ατομικής ή συλλογικής. Όταν λέμε πραγματικής, εννοούμε μιας κατάστασης που είναι σε αναλογία με τη θέαση που έχουμε για τον πραγματικό κόσμο, φωτίζοντας και αναπαράγοντας όψεις του πραγματικού.
Αντίθετα, τα αφηγήματα της Αραούζου μοιάζουν περισσότερο με φανταστικούς μύθους. Το φανταστικό, το υπερφυσικό, το μεταφυσικό, το παράδοξο γίνονται το ίδιο το υποκείμενο του βιβλίου. Μέσα απ’ αυτά η γραφή αυτο-αναφέρεται, διατυπώνεται στο εσωτερικό της μυθοπλασίας, συνδέοντας το φανταστικό με φιλοσοφικές σκέψεις για τη ζωή, το θάνατο, τη μετεμψύχωση αλλά και με πυκνές αναφορές στη λειτουργία της γραφής και του συγγραφέα. Η Αραούζου, μέσα από το φανταστικό, χτίζει ένα κόσμο αλληγορικό που προκαλεί ερμηνείες. Άλλωστε, η λογοτεχνία συνίσταται πάντα στο γεγονός ότι μιλά, με ένα συστηματικό τρόπο, για άλλο πράγμα. Με αγκυρώσεις σε τόπο και χρόνο, δίνοντας περιγραφές από ένα υπαρκτό κόσμο ανακαλεί πάντα έναν ανύπαρκτο κόσμο αλλά «πραγματικό» που κρύβεται πίσω του. Ο Goethe έγραφε ότι «η τέχνη είναι μια αυθεντική και πρωτότυπη περιοχή του κόσμου». Δηλαδή ο μυθιστοριογράφος κατασκευάζει το έργο του μεταφράζοντας την αντίληψή του για τον κόσμο και το άτομο, μέσα από το πραγματικό του λόγου, μεταμορφώνοντας τόσο τον κόσμο και το άτομο όσο και τις μορφές και τις λέξεις που τα ντύνουν.
Η Αραούζου στα τρία της μυθιστορήματα, Αιχμάλωτος (1993, Εστία), Μπλου (1997, Ωκεανίδα) και Τζίντζερ (2003, Ωκεανίδα), απορροφά και μεταμορφώνει κείμενα και θέματα του φανταστικού και του μαύρου γοτθικού μυθιστορήματος. Η μυθοπλασία της εμφανίζεται σα μία πρόσοψη πίσω από την οποία πρέπει να ανακαλύψεις ένα είδος παλίμψηστου, στο οποίο τα πολλαπλά στρώματα από στοιχεία διακειμενικότητας, από θεματικά στοιχεία του φανταστικού ή γοτθικού μυθιστορήματος, τίθενται στην υπηρεσία του φιλοσοφικού στοχασμού και του αναστοχασμού πάνω στη γραφή και τη λειτουργία της. Ήδη στο πρώτο της μυθιστόρημα Ο Αιχμάλωτος, η Αραούζου προλειαίνει το έδαφος για τη θεματολογία και τη μορφολογία των επόμενων μυθιστορημάτων της. Πρόκειται για μια παράδοξη συνάντηση δύο απομονωμένων ανθρώπων, ενός ξένου, πιθανόν εγκληματία, που βρίσκει καταφύγιο στο σπίτι μιας γυναίκας, της Ερμίνας. Στο σπίτι αυτό η περίεργη αυτή γυναίκα δεν ασφαλίζει αλλά κυρίως εγκλωβίζει τον ξένο άντρα. Οι δύο αυτοί παράξενοι άνθρωποι συγκροτούν μια σχέση μέσα από το όνειρο, τις ταυτίσεις, τις προβολές, το φόβο. Τα θέματα που διαπερνούν αυτό το μυθιστόρημα και που τα βρίσκουμε ανεπτυγμένα στα επόμενα μυθιστορήματά της, είναι η ανοίκεια παραδοξότητα των προσώπων και των σχέσεων που συγκροτούν, οι ιστορίες που διηγείται στον «αιχμάλωτό»της η Ερμίνα και λειτουργούν σαν εγκιβωτισμένες διηγήσεις, στα πρόσωπα των οποίων προβάλλονται ή με τα οποία ταυτίζονται τα δύο κύρια πρόσωπα , η φοβική ατμόσφαιρα, την οποία συγκροτούν η αιχμαλωσία, ο εγκλωβισμός, ο θάνατος, ο φόνος (σ. 34), ο Σατανάς (σ. 45), το ονειρικό στοιχείο, που συναιρεί τον εσωτερικό και εξωτερικό κόσμο (σ. 58) αλλά και το χρόνο (σ. 60), η μετεμψύχωση (σ. 77) και η μετενσάρκωση (σ. 78), ο έρωτας που συρρικνώνεται σε μια τρυφερότητα περαστική και απελπισμένη, γεμάτη φόβο.
Σ’ όλα της τα μυθιστορήματα υπάρχουν πολλαπλές διαταραχές και ανατροπές του χρόνου. Υπάρχει ένα ταξίδι μέσα στο χρόνο, από το παρόν της δράσης, στο παρελθόν και από κει στο μέλλον, ταξίδι που αφορά ταυτόχρονα και το χώρο (από το Βρετανικό Μουσείο του Λονδίνου στην Αίγυπτο, από κει σε ένα νησί, και από κει σε μια μεγάλη πόλη και πάλι στο Βρετανικό Μουσείο του Λονδίνου , ή στη Γαλλία, στην Αιξ-αν- Προβάνς, στη μεσαιωνική πόλη του Κλυνί και από κει στο Παρίσι ). Αυτό το ταξίδι στο χρόνο και στο χώρο δημιουργεί ένα «χρονικό και χωρικό παράδοξο» που αποτελεί αγαπημένο μοτίβο του φανταστικού. Η ου-τοπία συμβαδίζει με την «ου-χρονία» και έχουν την ίδια λειτουργία, δηλαδή να κάνουν εύκολη τη διαπερατότητα των νεκρών και των ζωντανών. δηλαδή αυτός που πεθαίνει δεν ξανάρχεται απλώς, είναι πάντα εδώ αφού η διάκριση ανάμεσα σε μέλλον και παρόν ή σε παρόν και παρελθόν δεν υφίσταται. Ο χρόνος μέσα στην αφήγηση προχωρά βιαστικά, σταματά, ξαναγυρίζει καλώντας τον αναγνώστη να τον σκεφτεί διαφορετικά ή να παίξει με τις αναπαραστάσεις που δημιουργεί. Ο χρόνος γίνεται εφαλτήριο του φανταστικού, συναρμοστής της μυθοπλασίας . Μέσα απ’ αυτή τη λειτουργία του χρόνου και του τόπου εξηγείται και ο αποσπασματικός χαρακτήρας της αφήγησης. Ο αφηγητής δεν είναι παντογνώστης, εκφράζει δισταγμούς, προκαλεί αμφιβολίες, λειτουργεί ως παρατηρητής.
Η συγγραφέας παρωδεί το εξωλογικό και το μαύρο, θολώνει ειρωνικά την αντίληψη του αναγνώστη για τα όρια ορατού και αόρατου, υπαρκτού και ανύπαρκτου, ζωντανού και νεκρού. Μέσα από την ειρωνεία αποανθρωποποιεί τα πρόσωπα, δηλαδή ενώ είναι πρόσωπα, τους στερεί το ανθρώπινο, κάνοντάς τα φαντάσματα διαβολικά, απομακρύνοντας τον ανθρωπισμό που έθρεψε το ρεαλιστικό μυθιστόρημα. Σ’ αυτή την ειρωνική απόσταση οφείλεται αφενός ο διαρκής υπαινιγμός ενός φιλοσοφικού ή λογοτεχνικού σχολιασμού, αφετέρου ο τρόπος με τον οποίο τελειώνουν και τα τρία αυτά αφηγήματα, εστιάζοντας σε μία αμφιθυμία, ένα δισταγμό και ένα αίσθημα αναποφάσιστου, που αφορά τόσο τα πρόσωπα της διήγησης όσο και τον ίδιο τον αναγνώστη . Ο ειρωνικός λόγος, όπως κάθε παράδοξος ή αντιθετικός λόγος, είναι σιβυλλικός. Θέλει κάτι να πει αλλά δεν το λέει καθαρά. Το κρύβει, το μεταμφιέζει και αφήνει τον αναγνώστη να αποφασίσει γι’ αυτό .
Τα πρόσωπα των μυθιστορημάτων της Αραούζου έχουν μια δυσκολία ύπαρξης, κομματιάζονται ή αποσυντίθενται και ανασυντίθενται σε διαδοχικά εγώ-πρόσωπα. Ζουν ως φαντάσματα μέσα σε ιστορίες που μοιάζουν με εφιαλτικά όνειρα. Είναι μοναχικά, νευρωτικά, προσπαθούν να καταλάβουν τη ζωή μέσα από το θάνατο, την αγάπη μέσα από την απόρριψη και το κακό, την ευτυχία μέσα από την απόλυτη δυστυχία. Μοιάζουν με μαύρες σκιές, με ζωντανούς νεκρούς. Διαβαίνουν το όριο ζωή-θάνατος και θάνατος-ζωή μέσα από την ψυχή. Γι’ αυτό το ενδιαφέρον εστιάζει περισσότερο στο εσωτερικό δράμα που εκφράζουν, στο αλλού που εμπεριέχουν. Υπάρχουν απρόβλεπτες μεταμορφώσεις των προσώπων που είναι η βάση και το στήριγμα της μυθοπλαστικής οικοδομής. Στο μυθιστόρημα Τζίντζερ γινόμαστε μάρτυρες της μεταμόρφωσης του Τζίντζερ σε Πυρρούς και σε Λαρύγγι του Κετού, της Τσιγγάνας Άγαρ σε Καλόγρια, σε Μαρία-γυναίκα νάνο, σε ιέρεια Τεμουτνεφρέτ, η οποία μοιάζει και με τον Πυρρούς. Στο μυθιστόρημα Μπλου, ο σατανικός ιερέας με τα μπλε μάτια ξαναγεννιέται ως Αμβρόσιος ντε Λαόν, σ’ ένα ταξίδι μέσα στο χρόνο ενός, δύο ή τριών αιώνων, «αφού ο χρόνος τρέχει μόνο μέσα στο μυαλό μας» (σ. 17), εμψύχωση-αναγέννηση που «εξηγείται» μέσα από το όνειρο (σ. 20) που βλέπει . Η νύχτα και το όνειρο είναι άλλωστε αγαπημένα μοτίβα του φανταστικού γιατί είναι ένας νεκρός χρόνος. Η ακύρωση του χρόνου κάνει τους νεκρούς σύγχρονους με τους ζωντανούς. Μια χωριατοπούλα, η Αλεθέα Ρικορντώ στραγγαλίζεται αλλά λίγο πιο κάτω μετεμψυχώνεται ως Μπλου, το κορίτσι με τα «μπλε μάτια σαν ανθρώπινη καρδιά» (σ. 33). Αυτό που ζουν τα πρόσωπα είναι η σχέση που τα ενώνει, δηλαδή η εσωτερική τους ζωή. Η διαπλοκή αυτών των πολλαπλών φωνών είναι το στήριγμα της πλοκής αλλά και του διαρκώς παρόντος φιλοσοφικού σχολιασμού. Τα πρόσωπα γίνονται οι εκπρόσωποι της κρυπτόμενης συγγραφέως, η οποία αποβαίνει ο κοινός τόπος μιας πολυφωνίας ιδεών, απόψεων, εμπειριών, αναγνώσεων, που συνδέουν την πραγματικότητα με το φαντασιακό. Μέσα από τη μυθοπλασία δίνει χώρο σ’ αυτές τις φωνές, οργανώνοντάς τες έτσι ώστε να τις συνθέσει σε ένα όλο, το βιβλίο. Πρόκειται για το παιχνίδι που παίζει ενδοκειμενικά ο σερ Wallis Budge, επιμελητής της Αιγυπτιακής πτέρυγας του Βρετανικού Μουσείου που εμφανίζεται στο τέλος να έχει γράψει σε ένα μαύρο τετράδιο την ιστορία του Τζίντζερ, του βιβλίου της Αραούζου δηλαδή, «για να τους κοροϊδέψει άραγε, ή για να παίξει ο ίδιος με τον θάνατο, ίσως για να πάψει να τον φοβάται;» (σ. 237).
Η Αραούζου αναφέρεται σε φαινόμενα υπερφυσικά που ακουμπούν σε θρύλους και δοξασίες άλλων λαών και εποχών. Ωστόσο οι μορφές του υπερφυσικού μοιάζουν να είναι η έκφραση μιας αγωνίας του ανθρώπου, όχι απέναντι στη θεότητα αλλά απέναντι στον ίδιο του τον εαυτό και στους άλλους. Ένα άλλο στοιχείο που δημιουργεί το απρόβλεπτο και το απροσδιόριστο είναι οι «εγκιβωτισμένες» διηγήσεις, δηλαδή κάποιες παράξενες διηγήσεις, «κομματιασμένες ιστορίες» που διηγούνται κάποια πρόσωπα σε κάποια άλλα μέσα στα μυθιστορήματα αυτά. Ιστορίες που διηγείται η Ερμίνα στον αιχμάλωτο, ο Αμβρόσιος ντε Λαόν στην Μπλου, ο Πιερ, πατέρας του Αμβρόσιου στους τρόφιμους μιας ψυχιατρικής κλινικής, την οποία επισκέπτεται μερικούς μήνες το χρόνο, η Ζήτα, μια αρχαιολόγος στον Πυρρούς, ο Πυρρούς στην τσιγγάνα Άγαρ και στη Μαρία-νάνο, η Μαρία στον Άγγλο κυβερνήτη του νησιού και ο Άγγλος στη Μαρία. Όλες οι εγκιβωτισμένες αυτές «μακάβριες» διηγήσεις έχουν ως θεματική το θάνατο και τη ζωή, την μετεμψύχωση και μετενσάρκωση και μοιάζουν με ένα μοντάζ που ο αναγνώστης καλείται να βρει τους εσωτερικούς του αρμούς για να συγκροτήσει τελικά τη συνολική αφήγηση, που αναδεικνύει ότι το φανταστικό-μαύρο και η παρωδία του μέσα από την ειρωνική απόσταση και το στοχασμό δημιουργεί ένα φανταστικό κόσμο, που δεν έχει πραγματική ύπαρξη έξω από το λόγο και όσα ο λόγος αυτός εκφράζει.
Η θεματική του θανάτου ως περάσματος μέσα από την ψυχή σε μία άλλη ζωή, σε μια αναγέννηση που επιτελείται μέσα από τη «νεκροπρακτική», δηλαδή τη μουμιοποίηση-ταρίχευση, και αποτελεί τον άξονα της πλοκής αλλά και του στοχασμού πάνω στη ζωή και τη γραφή, υπακούει στο «μυητικό σενάριο». Ο Πυρρούς, κεντρικός ήρωας στο μυθιστόρημα Τζίντζερ, ορφανός, απομονωμένος από την κοινωνία, μισάνθρωπος, δύσμορφος, αποσυνάγωγος, ζει στο νεκροταφείο, στην άκρη του χωριού, κάνοντας το επάγγελμα του νεκροθάφτη και αργότερα του «νεκροπράκτη», «βαλσαμωτή» ή «μάστορα του σκοταδιού». Αυτή του η «μαστοριά», παρόλη την απομόνωσή του, τον κάνει διαφορετικό από τους άλλους, δίνοντάς του εξουσία και δύναμη. Η τέχνη του αυτή λειτουργεί ως ένα τελετουργικό αναγέννησης, φέρει εντός του την υπόσχεση μιας αιώνιας δυνατότητας ανανέωσης. Άρα ο θάνατος δεν είναι κάτι το οριστικό, οι νεκροί ξανάρχονται . Αυτό που κάνει ο Πυρρούς, δηλαδή η πρόκληση θανάτου αφενός και η νεκροπρακτική αφετέρου, λειτουργούν αφηγηματικά ως μία μύηση, ως μία νίκη επί του θανάτου. Εξάλλου η υπέρτατη μύηση είναι η μύηση στο θάνατο, όπως διατυπώνεται και στον Πλάτωνα, που συνδέει το θάνατο με τη μύηση και την αθανασία της ψυχής .
Η αναβίωση μετά το θάνατο γίνεται μέσα από την ψυχή. Όλες αυτές οι προχριστιανικές δοξασίες μιλούν για την εξιδανίκευση του ανθρώπου, μέσα από την κατάκτηση της υπέρτατης σοφίας και της αθανασίας. Ο Πυρρούς, που κατέχει το θείο χάρισμα του μυημένου, με τη νεκροπρακτική του τελεί ένα τελετουργικό μύησης-δοκιμασίας για την κατάκτηση της αθανασίας και της απόλυτης ευτυχίας. Αυτή η μύηση εμπεριέχει την υπόσχεση μιας καλύτερης ζωής μετά θάνατον . Γι’ αυτό και ο θάνατος των προσώπων μέσα στα μυθιστορήματα μοιάζει θεληματικός ως χαιρετισμός για μια άλλη ζωή, στα δε πρόσωπά τους διαχέεται ένα δυνατό φως, μια ευδαιμονία . Αυτός ο μυητικός θάνατος που δίνει την αθανασία και την αναγέννηση βρίσκει τη μετωνυμία του στη λογοτεχνική δημιουργία, όπου με τη γραφή πλάθεις νέους κόσμους, νέα πλάσματα. «Εξάλλου τι είναι ένα βιβλίο, παρά μουμιοποιημένες σκέψεις κάποιου συγγραφέα;» (σ. 105). Έτσι αυτή η «άλλη πραγματικότητα» στην οποία μετέχουν τα μυθιστορηματικά πρόσωπα ταυτίζεται με την «άλλη πραγματικότητα» που προκαλεί η μυθοπλασία του βιβλίου. Το φανταστικό δίνει στον αναγνώστη αναπαραστάσεις που διαφεύγουν από την αναγνώριση, του δημιουργούν ανοίκεια παραδοξότητα αλλά και την περιέργεια να ανοίξει την κλειστή πόρτα, να διαβεί, τρόπον τινά, ένα απαγορευμένο κατώφλι. Το βιβλίο είναι ταυτόχρονα ένα μυστικό αλλά και το κλειδί του μυστικού. Αυτό το άλλο που δημιουργεί η μυθοπλασία του βιβλίου, κάνει άλλο και τον αναγνώστη με την ανάγνωσή του.
Τα διηγήματα της Μαραγκού αποδίδουν μικρές στιγμές της ζωής μέσα στην αποφασιστική σπουδαιότητα που συγκρατούν για το υποκείμενο που τις έχει ζήσει. Πρόκειται για τη συνειδητοποίηση του νοήματος που προσλαμβάνουν για τη ζωή του ανθρώπου συναντήσεις με τόπους, με ιστορικά γεγονότα, με ανθρώπους, με παραδόσεις, με συναισθήματα. Τα πρόσωπα εδώ είναι τοποθετημένα όχι σε μια διάρκεια αλλά στην παρουσία της στιγμής που εκφράζει ένα πλήρες νόημα. Η διήγηση έτσι δεν ενδιαφέρει τόσο την πλοκή της ιστορίας όσο την ανάδειξη της αντίληψης από τον αναγνώστη της συνείδησης του προσώπου. Η πυκνότητα και η συμπύκνωση της σύντομης διήγησης δίνει στα διηγήματά της μια δραματική αξία και μια αξία υπονόησης. Η ελλειπτική της μορφή αφήνει τον αναγνώστη να προεκτείνει τη διήγηση, να ξεκαθαρίσει τα εσωτερικά και εξωτερικά χαρακτηριστικά των προσώπων, έτσι όπως διαγράφονται μέσα στην καθημερινότητα αλλά και την εσωτερικότητα, και να αποκαλύψει τα μυστικά του ατόμου, μέσα από τις σημαίνουσες στιγμές της ζωής του . Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση ενδυναμώνει το χτίσιμο και την ανασύνθεση της ταυτότητας του υποκειμένου μέσα από μια οιονεί εξομολόγηση ή μαρτυρία και τοποθετεί τον αναγνώστη στην ψευδαίσθηση μιας απευθείας σχέσης με αυτόν που εκφέρει το λόγο (énonciateur) .
Τα δύο μυθιστορήματά της σε τριτοπρόσωπη αφήγηση αποτελούν τις ιστορίες δύο κεντρικών προσώπων. Στο μεν πρώτο (Είναι ο πάνθηρας ζωντανός;), μιας γυναίκας, νεαρής Γερμανίδας ζωγράφου που παντρεύεται στην Αμμόχωστο του 1962 ένα πολύ μεγαλύτερό της άντρα, καλλιεργημένο, κοσμοπολίτη και κοσμογυρισμένο, με έντονες ιδιομορφίες και εμμονές. Η γυναικεία αυτή μορφή εκφράζει μια γυναικεία συνείδηση μέσα από το ξεδίπλωμα της ανθρώπινης, καλλιτεχνικής και φαντασιακής της εξέλιξης. Παρακολουθούμε μέσα από την ιστορία του ζευγαριού αυτού και της καθημερινότητάς του, την εικόνα και την ατμόσφαιρα της πόλης της Αμμοχώστου αλλά και άλλων πόλεων, όπως του Ανατολικού Βερολίνου, του Παρισιού, της Βενετίας, της Ρώμης, της Αθήνας, της Αλεξάνδρειας, της Κωνσταντινούπολης, τόπων που έζησε είτε η νεαρή Γερμανίδα είτε κυρίως ο Κύπριος άντρας της, ο Στέφανος. Μέσα από τις διηγήσεις του περνούν ιστορικά πρόσωπα, που αποπνέουν μια μυθιστορηματική αύρα, ιστορικά γεγονότα και μικρά περιστατικά της ζωής της πόλης της Αμμοχώστου, που, ενώ μοιάζουν ασήμαντα, συνιστούν «το αλάτι της ζωής». Οι διηγήσεις αυτές, που εντάσσουν τα πρόσωπα στην πόλη, στην ιστορία και στην κοινωνία, γίνονται με τέτοιο τρόπο που «τα πράγματα άρχισαν να παίρνουν μορφή και οι ιστορικές περίοδοι, τα ονόματα άρχισαν να γίνονται ζωντανά» (σ. 103). Κάποιες απ’ αυτές τις διηγήσεις, η συγγραφέας αναφέρει παρακειμενικά σε σημείωση ότι της τις διηγήθηκε ο Ευάγγελος Λουίζος, υπαρκτό πρόσωπο, που είχε ασχοληθεί με κυπρολογικές έρευνες στο Κρατικό Αρχείο της Βενετίας, συνδεόταν με τον Σεφέρη και άλλους λογοτέχνες της γενιάς του τριάντα και είχε διατελέσει μορφωτικός ακόλουθος της πρεσβείας στην Ελλάδα την περίοδο 1974-1984. Ωστόσο, όταν της έβαλε στο χαρτί, τα πρόσωπα ακολούθησαν δρόμους του δικού της φαντασιακού, μπλέχτηκαν με τη δική της Αμμόχωστο και τις δικές της αναμνήσεις καθώς και με πρόσωπα του οικογενειακού της περιβάλλοντος (σ. 84-86), την ιστορία των οποίων θα επεξεργαστεί στο δεύτερο μυθιστόρημά της Γιατρός από τη Βιέννη.
Και στα δύο μυθιστορήματα τα πρόσωπα αποκτούν το αναπαραστατικό τους περιεχόμενο μέσα από τη σχέση τους με τα άλλα πρόσωπα και με τους τόπους. Στις σχέσεις τους αυτές με τους άλλους και με τον κόσμο, η ηρωίδα του πρώτου μυθιστορήματος και ο ήρωας του δεύτερου μυθιστορήματος επιβεβαιώνουν το σύστημα των αξιών τους σε τέσσερις τομείς: στο φέρεσθαι, στο ζην, στο λέγειν και στον τρόπο με τον οποίο αντλούν ευχαρίστηση από τη ζωή . Τα πρόσωπα σκιαγραφούνται μέσα από τη θέση τους και τη συμπεριφορά τους στην κοινωνία, μέσα από την εμφανισιακή τους παρουσία, αλλά και μέσα από την ψυχολογική τους διερεύνηση. Έτσι, ο αναγνώστης ανακαλύπτει πώς σκέπτεται το πρόσωπο, πώς αντιδρά και πώς ενεργεί για τον εαυτό του και τους άλλους μέσα στις συγκυρίες της ζωής αλλά και στις ιστορικές συγκυρίες.
Στο μυθιστόρημα Γιατρός από τη Βιέννη, η Μαραγκού, βασιζόμενη σε αναμνήσεις του οικογενειακού της περιβάλλοντος και δικές της, ανασυγκροτεί σε τριτοπρόσωπη αφήγηση τη βιογραφία του πατέρα της Γιώργου Μαραγκού και δευτερευόντως της μητέρας της. Είναι χαρακτηριστικό ότι όταν τελειώσει ο εξωδιηγητικός αφηγητής, αφήνει ένα κενό λευκό διάστημα και η ευθεία φωνή της συγγραφέως λέει: «Θέλησα να αφηγηθώ στον εγγονό μου Γιώργο αυτή την ιστορία σαν παραμύθι για να περισώσω αυτά που ήξερα αφήνοντας τη φαντασία μου να πλάσει τα υπόλοιπα, αυτά που δε μου είχαν πει. Κάπως έτσι δεν πρέπει να ήταν, κάπως έτσι δε ζούμε όλοι;» (σ. 190). Αυτό σημαίνει ότι μέσα από θρυμματισμένες αναμνήσεις που ανασυγκροτούνται από τα ίδια τα πρόσωπα που τις έζησαν, τον πατέρα και τη μητέρα της, αλλά και που ανακαλούνται από την ίδια τη συγγραφέα, όπως τους έζησε, ανασυντίθεται το χρονικό του βίου του πατέρα της, το οποίο συμπληρώνεται μέσα από το βλέμμα και τη σχέση της ίδιας της συγγραφέως γι’ αυτόν . Δεν ανασυγκροτεί δηλαδή τη ζωή του Μαραγκού και της γυναίκας του μόνο μέσα από ντοκουμέντα και συνειδητές ανακλήσεις αλλά και μέσα από αυτά που υποθέτει, φαντάζεται, αισθάνεται και έχει βιώσει με αυτούς, δίνοντας έτσι στο μυθιστόρημα τη σφραγίδα του αυτοβιογραφικού, συνάπτοντας ένα συμβόλαιο με τον αναγνώστη που τον καλεί να το διαβάσει τόσο ως βιογραφία ή μαρτυρία όσο και ως αυτοβιογραφία κατά ένα τρόπο . Το γεγονός ότι η Μαραγκού θέλει να του δώσει και μυθοπλαστικό περιεχόμενο και όχι μόνο αυτο-βιογραφικό, είναι επειδή η μυθοπλασία έχει το πλεονέκτημα ότι μέσα από το μυθιστορηματικό πρόσωπο αποκολλά το εγώ και το αφήνει να κολυμπά μέσα σ’ ένα συμβολικό χώρο παράγοντας την «άλλη σκηνή», παίζοντας δηλαδή ανάμεσα στην αλήθεια και το ψέμα, αφήνοντας τα τεχνάσματα του ψέματος να προκαλέσουν την αλήθεια.
Η ιστορία της ζωής του πατέρα της καλύπτει ένα μεγάλο κομμάτι του προηγούμενου αιώνα με τις ιστορικές αναστατώσεις του μεσοπολέμου, του β΄ παγκοσμίου πολέμου και της μεταπολεμικής Ελλάδας και Κύπρου. Ακολουθεί τη λειτουργία της πραγματικής αναπαράστασης, δηλαδή το πρόσωπο εντάσσεται σε συγκεκριμένο ιστορικό χρόνο, σε συγκεκριμένη κοινωνική πραγματικότητα και σε συγκεκριμένες πόλεις στις οποίες έζησε και το διαμόρφωσαν. Ο αφηγητής κοιτάζει την περασμένη ζωή του προσώπου και κυρίως μια σημαντική περίοδο της ζωής του, αυτήν της διαμόρφωσής του, και την αναπαράγει αποκρυπτογραφώντας αναδρομικά το πρόσωπο και τη δράση του στο παρελθόν μέσα από τη θέαση του παρόντος. Περιγράφει τη ζωή του σαν μια διαδικασία συνολικής διαμόρφωσης που ακουμπά όλες τις διαστάσεις της ύπαρξης (μόρφωση, καλλιέργεια, σπουδές στο εξωτερικό, επάγγελμα, καριέρα, ερωτικές σχέσεις, στάση ζωής, σχέσεις με την οικογένεια και με τους φίλους, σχέσεις με τα πολιτικά δρώμενα) και εγγράφεται σε μια ατομική ιστορία. Σ’ αυτή την ιστορία ζωής υπό διαμόρφωση που παρακολουθούμε βλέπουμε ότι η διήγησή της κινητοποιεί ένα σύνολο από αναπαραστάσεις, συμπεριφορές και σχέσεις, που αναδεικνύουν ένα περιβάλλον, τόσο ατομικό όσο και συλλογικό, του οποίου η ανασύνθεση παράγεται μέσα από τη συνειδητή και ασύνειδη εικόνα που τα άτομα δημιουργούν για τον εαυτό τους και την ύπαρξή τους, δηλαδή για τη βιογραφία τους.
Το πρόσωπο λαμβάνει συνείδηση του εαυτού του μέσα από την εγγραφή του στις πόλεις που τον διαμόρφωσαν. Είναι χαρακτηριστικό ότι η Μαραγκού διανέμει το μυθιστόρημα σε κεφάλαια που το καθένα έχει ως τίτλο και σημείο αναφοράς την πόλη με την οποία δένεται σε κάθε περίοδο της ζωής του το κεντρικό πρόσωπο , είτε σε σχέση με την παιδική του ηλικία, είτε σε σχέση με τις σπουδές και την καριέρα του είτε σε σχέση με τις ερωτικές του περιπέτειες. Η πόλη παίζει το ρόλο μιας οθόνης πάνω στην οποία προβάλλονται οι εικόνες και τα πρόσωπα της ζωής του. Το μυθιστόρημα απεικονίζει την επάλληλη επιτύπωση του πίνακα της κάθε πόλης και της διήγησης της ζωής του προσώπου, έτσι ώστε εκτός από μια βιογραφία του εγώ του προσώπου να έχουμε και μια γεωγραφία του εγώ. Το πρόσωπο πριμοδοτεί την πλοκή, είναι ο σκοπός της αφήγησης . Δίνοντας στα πρόσωπα τα πραγματικά τους, στην εξωκειμενική ζωή, ονόματα (Γιώργος Μαραγκός, Καίτη Χασάπη) οικοδομεί το μυθιστόρημα από την αρχή στην αλήθεια . Τα ονόματα αλλά και τα υπόλοιπα στοιχεία (τόποι, γεγονότα, δευτερεύοντα πρόσωπα, καταστάσεις) του βιβλίου υπακούουν σε μια διπλή αναγκαιότητα. από τη μια συγκροτούν τη μυθοπλασία και από την άλλη σημασιοδοτούν την αλήθεια της μυθοπλασίας .
Συγκεντρωτικά καταλήγοντας, και στις δύο συγγραφείς ο αφηγητής τόσο ο ομοδιηγητικός ή αυτοδιηγητικός όσο και ο ετεροδιηγητικός ή/και εξωδιηγητικός δίνει στον αναγνώστη τη δυνατότητα να διεισδύσει στο πρόσωπο που σκέφτεται, δρα, μιλάει αλλά και στο σώμα που υποφέρει μέσα στη διήγηση, αναδεικνύοντας την αλήθεια του προσώπου αλλά και όσων εκφράζει. Άλλωστε, όπως σωστά αναφέρει η Danièle Sallenave , όποιος και αν είναι ο αφηγηματικός τρόπος ή το λογοτεχνικό είδος «τα ζητήματα που αφορούν τη λογοτεχνία είναι πάντα ζητήματα ηθικά και μεταφυσικά. Όλα αφορούν στο «πώς να ζήσουμε;», ερώτημα που θέτει κάθε άνθρωπος για τον εαυτό του, για τον άλλο και για τον κόσμο που τους περιβάλλει.

Leave a comment

name*

email* (not published)

website

twelve − three =